επιρραγολογώ

επιρραγολογώ
ἐπιρραγολογῶ, -έω (AM)
ραγολογώ, μαζεύω τα σταφύλια που έμειναν πάνω στα κλήματα μετά τον τρύγο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”